-
1 ηγεμονια
ион. ἡγεμονίη ἥ1) предводительство(вание), руководство, управление2) начальствование, командование(ἥ ἡ. τοῦ πολέμου Her., κατὰ πόλεμον и τῶν πολεμικων Arst.; τῶν λοχαγῶν ὀπισθοφυλάκων Xen.; τῶν στρατοπέδων Plat.)
3) правление, царствование(Τιβερίου Καίσαρος NT.)
4) юр. право председательствования(δικαστηρίων Aeschin.)
5) политическое верховенство, первенство, гегемонияἡ ἡ. τῆς Ἑλλάδος Xen., τῶν Ἑλλήνων Polyb. — гегемония (одного греческого государства) над всей Грецией
6) войсковая часть
См. также в других словарях:
ηγεμονία — η (AM ἡγεμονία) 1. το να είναι κάποιος ηγεμόνας, κυριαρχία, αρχηγία, εξουσία 2. η πρωτεύουσα θέση, η πρώτη θέση 3. πολιτική κυριαρχία («η ηγεμονία τής Αγγλίας πάνω σε πολλές χώρες» 4. κράτος («τοῑς καλοῑς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.) 5. η… … Dictionary of Greek